τετανικούς

τετανικούς
τετανικός
suffering from
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετανικός — ή, ό / τετανικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέτανος] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τέτανο ή που μοιάζει με τέτανο («τετανική τοξίνη» η τοξίνη που παράγεται από το βακτηρίδιο τού τετάνου) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σπασμοί — (Ιατρ.). Απότομες, διαλείπουσες και ακούσιες συσπάσεις, που μπορεί να αφορούν τους μυς ολόκληρου του σώματος ή μόνο ορισμένες μυϊκές ομάδες. Διακρίνονται σε τονικούς, στους οποίους η μυϊκή σύσπαση διαρκεί αρκετά, και κλονικούς, στους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”